οικειωτικος

οικειωτικος
    οἰκειωτικός
    3
    1) усваивающий
    

(τέχνη Plat.)

    2) приспособленный, приуроченный, т.е. тяготеющий
    

(πρὸς τὸ καλόν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οικειωτικος" в других словарях:

  • οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οἰκειωτικῶν — οἰκειωτικός appropriative fem gen pl οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικόν — οἰκειωτικός appropriative masc acc sg οἰκειωτικός appropriative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικαί — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικοῦ — οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῆς — οἰκειωτικός appropriative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτική — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικήν — οἰκειωτικός appropriative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῶς — οἰκειωτικός appropriative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»