- οικειωτικος
- οἰκειωτικός31) усваивающий
(τέχνη Plat.)
2) приспособленный, приуроченный, т.е. тяготеющий(πρὸς τὸ καλόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέχνη Plat.)
(πρὸς τὸ καλόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
οἰκειωτικῶν — οἰκειωτικός appropriative fem gen pl οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικόν — οἰκειωτικός appropriative masc acc sg οἰκειωτικός appropriative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικαί — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικοῦ — οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικῆς — οἰκειωτικός appropriative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτική — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικήν — οἰκειωτικός appropriative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειωτικῶς — οἰκειωτικός appropriative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)